- φιλαγωνιστής
- φῐλ-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,A fond of contests, Ptol.Tetr. 63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλαγωνιστής — οῡ, ὁ, Α φιλάγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγωνιστής] … Dictionary of Greek
φιλαγωνισταί — φιλαγωνιστής fond of contests masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγωνιστάς — φιλαγωνιστά̱ς , φιλαγωνιστής fond of contests masc acc pl φιλαγωνιστά̱ς , φιλαγωνιστής fond of contests masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγωνιστικός — ή, όν, Α [φιλαγωνιστής] φιλάγων* … Dictionary of Greek